λάγιος

λάγιος
[платное] εκ. боковой, поперечный, косой.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λάγιος" в других словарях:

  • λάγιος — α, ο (για πρόβατα) αυτός που έχει μαύρο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαγός, με αρχική σημ. «αυτός που έχει το χρώμα τού λαγού, γκρίζος» κατ άλλους < αλβαν. laj «ψαρός»] …   Dictionary of Greek

  • λάγιος — α, ο το πρόβατο που έχει μαύρο τρίχωμα: Μέσα στο κοπάδι υπήρχε κι ένα λάγιο πρόβατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λάγιος, Δημήτρης — Αγωνιστής του 1821, από την Άμφισσα. Στη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τον Κιουταχή διακρίθηκε για τη μεγάλη του γενναιότητα και πέθανε ηρωικά τον Μάρτιο του 1827 …   Dictionary of Greek

  • Γιάνοσι, Λάγιος — (Lagios Janosi, 1912 – 1978). Ούγγρος φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Βιέννης και του Βερολίνου. Για ένα μεγάλο διάστημα εργάστηκε έξω από την πατρίδα του, μελετώντας ιδιαίτερα τα θέματα που σχετίζονται με τις κοσμικές ακτίνες, τη θεωρία… …   Dictionary of Greek

  • Κασάκ, Λάγιος — (Lajos Kassak, Ερσεκουιβάρ, Ουγγαρία 1887 – Βουδαπέστη 1967). Ούγγρος λογοτέχνης. Το 1915 ίδρυσε την ειρηνιστική επιθεώρηση Δράση, ενώ μετά την πτώση του Μπέλα Κουν κατέφυγε στη Βιέννη, όπου ίδρυσε το φιλολογικό όργανο των Ούγγρων αντιφασιστών… …   Dictionary of Greek

  • Κόσουτ, Λάγιος — (Lajos Kossuth, Μόνοκ 1802 – Τορίνο 1894). Ούγγρος πολιτικός και μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο Σαροσπατάκ και στη Βουδαπέστη και μετά από σύντομη ενασχόληση με τη δικηγορία ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως μέλος της ουγγρικής Δίαιτας το 1825.… …   Dictionary of Greek

  • Νάγκι, Λάγιος — (Lajos Nagy, Άποσταγκ 1883 – Βουδαπέστη 1954). Ούγγρος συγγραφέας. Άρχισε να δημοσιεύει νουβέλες του μετά το 1908 στο περιοδικό Nyugat. Συνεργάστηκε σε διάφορα περιοδικά της αριστεράς και περίπου το 1930 εγκαινίασε ένα λογοτεχνικό είδος με τις… …   Dictionary of Greek

  • Λαγίων — Λάγιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάγιον — Λάγιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ντέμπρετσεν — (Debrecen). Πόλη (210.500 κάτ. το 2003) της ανατολικής Ουγγαρίας, πρωτεύουσα της κομητείας Χάιντου Μπίχαρ (5.766 τ. χλμ.). Η πόλη, που αποτελεί και ξεχωριστή κομητεία, βρίσκεται στην πεδιάδα της Άλφαιλντ, της οποίας είναι το κυριότερο κέντρο, με… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»